Ο απελευθερωτικός αγώνας του ΄21 στη Δυτική Ελλάδα
Του Γιάννη Χαλάτση, Δ/ντη της Κεντρικής Δημόσιας Παπαχαραλαμπείου Βιβλιοθήκης Ναυπάκτου
Η Δυτική Στερεά Ελλάδα ήταν από τις πρώτες περιοχές που ξεκίνησε ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 αλλά η περιοχή κατέληξε να απελευθερωθεί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν την ανακήρυξη της Ελλάδος σε ελεύθερο κράτος, το 1929.
Ενώ η έναρξη της επανάστασης των Ελλήνων ενάντια στον Τούρκο κατακτητή είχε προγραμματιστεί από την Φιλική Εταιρεία να ξεκινήσει την 25η Μαρτίου μερικές επαναστατικές ενέργειες ξεκίνησαν νωρίτερα. Η σημαντικότερη ήταν αυτή του οπλαρχηγού του Αρακύνθου (Ζυγού) Δημητρίου Μακρή ο οποίος επιτέθηκε σε στρατιωτικό απόσπασμα Οθωμανών που συνόδευε τη χρηματαποστολή από το Μεσολόγγι στη Ναύπακτο. Η επίθεση έγινε στις 5 Μαρτίου 1821 κοντά στον Εύηνο ποταμό, στη θέση Σκάλα Μαυρομάτη του χωριού Περιθώρι του Δήμου Ναυπακτίας. Τα χρήματα προέρχονταν από συγκεντρώσεις ετήσιου φόρου από τους καταπιεσμένους πληθυσμούς της Δυτικής Ελλάδας και είχαν ως τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Ο Δημήτριος Μακρής έπιασε το στενό πέρασμα μεταξύ της Βαράσοβας και του ποταμού Ευήνου και κατάφερε να εξολοθρεύσει την τουρκική συνοδεία και τους ταχυδρόμους, εκτός από έναν, που γύρισε στο τούρκικο διοικητήριο, στο Μεσολόγγι και ανέφερε το γεγονός. Μετά από αυτό οι περισσότεροι Τούρκοι που ζούσαν στο Μεσολόγγι εγκατέλειψαν την πόλη από τον φόβο επίθεσης των κλεφτών του Ζυγού. Τελικά ο Μακρής στις 20 Μαΐου μπήκε στο Μεσολόγγι και ύψωσε την ελληνική σημαία. Την επόμενη μέρα απελευθερώθηκε και το Αιτωλικό, αφού οι Τούρκοι της κωμόπολης παρέδωσαν τα όπλα τους στον οπλαρχηγό του Ζυγού.
Η επίθεση αυτή δεν ήταν σχεδιασμένη από την Φιλική Εταιρεία και αρχικά προκάλεσε μια κάποια αμηχανία αλλά κατά την εκτίμηση των ιστορικών η ενέργεια αυτή εντάσσεται στα θετικά γεγονότα των Ελλήνων αφού έδωσε θάρρος για την έναρξη της Επανάστασης.
Η επαναστατική διοίκηση των Ελλήνων για να εδραιώσει την Εξέγερση προσπάθησε να καταλάβει νωρίς τα φρούρια του Αντιρρίου και της Ναυπάκτου λόγω της μεγάλης στρατηγικής σημασίας τους. Για το λόγο αυτό έγινε η πρώτη προσπάθεια στις 25 Μαΐου 1821 με πολιορκία από ξηρά και από θάλασσα. Οι ελληνικές δυνάμεις κανονιοβόλησαν συνδυασμένα το κάστρο της Ναυπάκτου και ανάγκασαν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν το πρώτο διάζωμα και να αποσυρθούν στα ψηλότερα και πιο ασφαλή διαζώματα του φρουρίου.
Στις 6 Ιουνίου 1821 έγινε αιφνιδιαστική επίθεση στο κάστρο του Αντιρρίου αλλά απέτυχε μετά από τον φόνο του τολμηρού οπλαρχηγού Διαμαντή Χορμόβα. Μετά την αποτυχία κατάληψης του Αντιρρίου οι ελληνικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τη Ναύπακτο για να ενισχύσουν την πολιορκία της. Οι Τούρκοι βγήκαν από το κάστρο και προσπάθησαν να τους εμποδίσουν με αποτέλεσμα να συγκρουστούν στη θέση Ελαιοστάσι όπου μετά από σφοδρή μάχη είχαν μεγάλες απώλειες. Στις 10 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις προσπάθησαν να πυρπολήσουν τον τουρκικό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος ανοικτά του λιμανιού της Ναυπάκτου, αλλά ο πυρπολητής Ανεμογιάννης έπεσε στα χέρια των Τούρκων και εκτελέστηκε με φοβερά βασανιστήρια. Ο ελληνικός στόλος αποσύρθηκε, η πολιορκία από την ξηρά χαλάρωσε και το κάστρο παρέμεινε στους Τούρκους καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα.
Ως γνωστόν, το Μεσολόγγι αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες Ελληνικές εστίες αντίστασης στον απελευθερωτικό αγώνα. Οι κάτοικοι αντιστάθηκαν στις επιθέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1822 και το 1823 στην πρώτη και τη δεύτερη πολιορκία του. Η τρίτη επίθεση ξεκίνησε στις 15 Απριλίου του 1825 από τον Κιουταχή, του οποίου ο στρατός αριθμούσε 30.000 άντρες και αργότερα ενισχύθηκε με άλλους 10.000, οι οποίοι καθοδηγούνταν από τον Ιμπραήμ. Η Ελληνική φρουρά κατάφερε να αντισταθεί στον άνισο αυτόν αγώνα αλλά η συνεχιζόμενη πολιορκία επιδείνωσε το επισιτιστικό πρόβλημα της πόλης και εξάντλησε τους πολιορκημένους μετά την πλήρη αποκοπή όλων των οδών επικοινωνίας και εφοδιασμού, τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Έτσι, τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826 οργάνωσαν απεγνωσμένη έξοδο που αποδεκάτισε τους εξοδίτες. Η ηρωική Έξοδος του Μεσολογγίου, αν εξαιρέσει κανείς τον αριθμό των θυμάτων της, επέδρασε θετικά στην εξέλιξη του ελληνικού απελευθερωτικού πολέμου. Στη Γαλλία, στην Ελβετία, στη Γερμανία, στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σημειώθηκαν εκδηλώσεις συμπάθειας και φιλελληνισμού. Το Μεσολόγγι παρέμεινε υπό την τουρκική κυριαρχία μέχρι τον Μάιο 1829.
Προϋπόθεση για την απελευθέρωση των κάστρων της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου και του Μεσολογγίου ήταν να εκκαθαριστεί η ενδοχώρα της Στερεάς Ελλάδας από τις οθωμανικές φρουρές. Γι’ αυτό το λόγο το 1828 ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ενέτεινε τις προσπάθειες εκκαθαρισμού στη Δυτική Στερεά. Ο αρχιστράτηγος Τζώρτζ διέταξε τον Κίτσο Τζαβέλα να διώξει τις οθωμανικές φρουρές από τη Δωρίδα και τα Κράβαρα. Πράγματι ο Τζαβέλας με την Α΄ χιλιαρχία του πέρασε από το Λουτράκι στη Σεργούλα όπου ενισχύθηκαν οι στρατιωτικές του δυνάμεις με τα σώματα του Λιδωρικιώτη, του Β. Μαστραπά, του Σαλωνίτη, του Κομνά Τράκα και του Γιάννη Π. Φαρμάκη – Κραβαρίτη. Στις 21 Σεπτεμβρίου έφτασε στα Τριζόνια προς ενίσχυση και η Γ΄ χιλιαρχία του Γιαννάκη Στράτου. Οι δυνάμεις αυτές ήταν αρκετές για να απωθήσουν από τη Δωρίδα τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις τους προς την Υπάτη και τα Άγραφα. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1828, μετά από αλλεπάλληλες μάχες ο Κίτσος Τζαβέλας με τη βοήθεια του οπλαρχηγού Γιάννη Μακρυγιάννη - Κραβαρίτη ελευθέρωσε και την περιοχή των Κραβάρων. Έτσι, σχεδόν όλη η Στερεά Ελλάδα από τις Θερμοπύλες μέχρι το Λουτράκι ήταν ελεύθερη. Μόνο στα κάστρα Αντιρρίου, Ναυπάκτου και Μεσολογγίου ήταν ακόμα οχυρωμένοι Τούρκοι. Για την κατάληψή τους έπρεπε να γίνει ένας αγώνας δρόμου γιατί ενόψει των διπλωματικών ζυμώσεων, που είχαν αρχίσει το 1827, έπρεπε να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα με στρατιωτικά μέσα για τον καθορισμό των ορίων του νέου ελληνικού κράτους.
Το κάστρο της Ναυπάκτου δεν ήταν ένα απλό φρούριο όπως του Αντιρρίου και του Μεσολογγίου. Τα τέσσερα διατείχισματα που σχηματίζουν πέντε διαζώματα, δημιουργούν στην ουσία πέντε κάστρα μέσα στο κάστρο και το καθιστούν απόρθητο. Μόνο με στενή πολιορκία και αποκοπή του ανεφοδιασμού ήταν δυνατόν να παραδοθεί. Για τον καλύτερο συντονισμό ο κυβερνήτης διόρισε πληρεξούσιο τοποτηρητή Στερεάς Ελλάδας τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Τα ελληνικά στρατεύματα με εντολή του Αυγουστίνου Καποδίστρια κατέφθασαν από τις 8 Μαρτίου 1829 και πολιόρκησαν τα κάστρα Αντιρρίου και Ναυπάκτου από την ξηρά, ενώ ο στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη απέκλεισε και τις θαλάσσιες διόδους. Στις 13 Μαρτίου παραδόθηκε το Αντίρριο. Στις 16 Μαρτίου ο κλοιός περί το κάστρο της Ναυπάκτου έγινε στενότερος. Η Α΄ Χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλα, η Πεντακοσιαρχία του Νικόλα Τζαβέλα και τα Σώματα του Β. Μαστραπά, Γιάννη Μακρυγιάννη – Κραβαρίτη κατέλαβαν τις θέσεις από τον Αϊ-Γιώργη, τη Βαρναράχη μέχρι το λόφο απέναντι από την Ακρόπολη του Ίτς Καλέ. Ο Χατζηχρήστος με ιππικό και πεζικό και το σώμα του Βέρη έκλεισαν τη δυτική πλευρά από τη θάλασσα μέχρι το Ιτς Καλέ και ο συνταγματάρχης Πιερρής, αρχηγός του τακτικού στρατού, κατέλαβε τους λόφους πίσω από το κάστρο με το πυροβολικό. Η τανάλια είχε πλέον σφίξει. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των ελληνικών στρατευμάτων δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να ανεφοδιαστούν και αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν. Στις 8 Απριλίου ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στη Ναύπακτο. Στις 11 Απριλίου 1829 υπογράφθηκε η συνθήκη και σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Στις 17 προς 18 Απριλίου ο τακτικός στρατός υπό τον συνταγματάρχη Πιερρή εισήλθε στην Ακρόπολη. Στις 22 Απριλίου αποχώρησε ολόκληρη η τουρκική φρουρά και τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν σε όλο το κάστρο. Η κατάληψη του κάστρου της Ναυπάκτου άνοιξε τον δρόμο για να παραδοθεί και το Μεσολόγγι στις 2 Μαΐου 1829.
Η εξέλιξη αυτή ευνοούσε το σχέδιο μετάθεσης των ορίων του νέου ελληνικού κράτους βορειότερα. Αρχικά οι προστάτιδες δυνάμεις είχαν ορίσει τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους στον Ισθμό της Κορίνθου. Ενώ μετά την κατάληψη των τριών κάστρων της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 ορίστηκε ως σύνορο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η γραμμή Αχελώου - Σπερχειού. Η συνοριογραμμή άρχιζε από τις εκβολές του Αχελώου, διέσχιζε την Αρτοτίνα, κατά μήκος της κορυφογραμμής της Οίτης και τελείωνε στο Μαλιακό Κόλπο, στις εκβολές του Σπερχειού Ποταμού. Η Λαμία, ευρισκόμενη βόρεια του Σπερχειού παρέμεινε στους Οθωμανούς. Προστάτιδες δυνάμεις ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, η Ρωσική Αυτοκρατορία και Βασίλειο της Γαλλίας.
Η Δυτική Στερεά Ελλάδα λοιπόν ήταν από τις πρώτες περιοχές που ξεκίνησε ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 αλλά κατέληξε να απελευθερωθεί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν την ανακήρυξη της Ελλάδος σε ελεύθερο κράτος. Μάλιστα σε ανάμνηση της μάχης στην Σκάλα του Μαυρομάτη, ο Σύλλογος Ιστορικών Μελετών Στερεάς Ελλάδας έστησε το έτος 1977 μνημείο.
Πηγές:
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών.
Γιαννόπουλος Νίκος, 1821 οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία, εκδόσεις Historical Quest, 2016.
Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1993.
Χαραλαμπόπουλος Χαράλαμπος, 189η επέτειος απελευθέρωσης Ναυπάκτου, https://nafsweek.gr, Published on 18/04/2018.